Vicotnik (Dodheimsgard, Ved Buens Ende, Dold Vorde Ens Navn) – Architect Of His Own Darkness

You are currently viewing Vicotnik (Dodheimsgard, Ved Buens Ende, Dold Vorde Ens Navn) – Architect Of His Own Darkness

Ο Yusaf Parvez (γνωστός και ως VICOTNIK) δεν χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις στο κοινό του Black Metal. Οι μη-συμβατικές του ιδέες έχουν διαμορφωθεί σε μερικές από τις πιο στοχαστικές μουσικές εμπειρίες των τελευταίων 25 ετών. Καθώς η συναυλία των VED BUENS ENDE είναι φρέσκια στις αναμνήσεις μας, τον προσεγγίσαμε για να ρίξουμε φως στα σκοτεινά δρώμενα των μουσικών του διεξόδων…


– Γεια σου Yusaf! Είναι μεγάλη η χαρά μου που μιλάμε. Εκ μέρους του THEGALLERY.GR έχεις χαιρετισμούς από Αθήνα και σε ευχαριστώ για το χρόνο σου. Πώς είσαι και πώς πάνε τα πράγματα στη Νορβηγία με την κρίση Covid-19; Έχει αποκατασταθεί η αποκαλούμενη κανονικότητα;

Vicotnik: Γεια σου Γιώργο!! Χαίρομαι που σε γνωρίζω… Χαιρετισμούς και από τα περίχωρα του Όσλο. Νομίζω ότι είμαστε πιθανώς μία από τις χώρες με το πιο μέτριο αποτέλεσμα μέχρι τώρα … Δεν έχουμε πολλούς θανάτους. Συμπεριφερθήκαμε σωστά, υποθέτω ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στον νορβηγικό λαό ότι μερικές φορές είναι καλύτερο να κάνουμε ότι μας λένε και να μείνουμε στο σπίτι και να σεβαστούμε ο ένας τον άλλο. Ανοίγουμε σιγά σιγά την κοινωνία ξανά. Το παιδί μου επέστρεψε στο σχολείο. Εκτός από αυτό, έχουν περάσει  δυο περίεργοι μήνες κλειδωμένοι με όλες τις συναυλίες των συγκροτημάτων να ακυρώνονται. Έπρεπε να βρω κάτι να κάνω, έτσι ήταν μια ευκαιρία να φτιάξω κάποια μουσική …

– Πώς σε έχει επηρεάσει η καραντίνα ως καλλιτέχνη όσον αφορά την έμπνευση σου; Ποια είναι η μουσική που άκουσες περισσότερο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου; Βιβλία; Κινηματογράφος;

Vicotnik: Δεν έχω ακούσει πολλή μουσική, αλλά έχω κάνει πολύ μουσική. Ξέρεις, όταν κάθεσαι και ξοδεύεις από μερικές ώρες έως και 8-10 ώρες την ημέρα στο στούντιο κάνοντας προπαραγωγή και διάφορα, δεν θέλεις πραγματικά να ακούσεις πολύ μουσική μετά από όλη αυτή τη μουσική. Προσπαθώ να χαλαρώσω κυρίως αλλά έχω εντοπίσει πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια. Πράγματα όπως η AGNES OBEL (Δανέζα folk/chamber pop καλλιτέχνιδα και τραγουδίστρια), η οποία έχει μια διαφορετική «ποιμενική» ατμόσφαιρα, αλλά εξακολουθεί να ταιριάζει αρκετά με τη γενική ατμόσφαιρα του Black Metal, πολλή μουσική πιάνου, κλασσική μουσική και πιο πρόσφατα έχω επιστρέψει σε πολλά  Black Metal άλμπουμ  της δεκαετίας του 90 για να έρθω σε επαφή με τις ρίζες ή καλύτερα την ηχητική ατμόσφαιρα. Φαίνεται ότι υπήρχε μια κρυφή ιδιοφυΐα στο να μην ξέρεις τι έκανες και προσπάθησα να συνδεθώ ξανά με αυτό το συναίσθημα … Αυτή ήταν η έρευνά μου και έχει γίνει αρκετά καλή χρήση τώρα στην καραντίνα. Μου άρεσε να χρησιμοποιώ πράγματα στον προσωπικό μου εξοπλισμό, αλλά μετά από όλες τις ακυρώσεις των συναυλιών προσπάθησα να αλλάξω την εστίασή μου….στο στούντιο λοιπόν παράγοντας  μουσική…

– Πέρυσι συνέβη μια απροσδόκητη αλλά καθόλα ευπρόσδεκτη επανένωση. Οι VED BUENS ENDE….. ανακοίνωσαν μια μίνι περιοδεία τεσσάρων εμφανίσεων σε μερικά ευρωπαϊκά καλοκαιρινά φεστιβάλ και δύο εμφανίσεις στην Ελλάδα, στις αρχές Μαρτίου. Βρέθηκα σε δύο από αυτά… Brutal Assault και στη συναυλία στην Αθήνα, η οποία στην πραγματικότητα ήταν η τελευταία που παρακολούθησα και θα παρακολουθήσω για το προβλέψιμο μέλλον… Ήταν πραγματικα μεγαλειώδες και καθηλωτικό. Πώς αξιολογείς αυτές τις έξι εμφανίσεις; Ήταν τόσο ικανοποιητικές όσο τα εκστατικά σου χαμόγελα στη συναυλία της Αθήνας;

Vicotnik: Ήταν υπέροχο. Προσπαθήσαμε να ξεκινήσουμε ξανά τους VED BUENS ENDE το 2005… Αυτό που κάναμε λάθος ήταν ότι ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε νέο υλικό. Τώρα το κάναμε με τον σωστό τρόπο επιστρέφοντας, ακούγοντας ξανά όλα τα παλιά μας τραγούδια, τα μάθαμε και τα ερμηνεύσαμε ξανά… Πραγματικά ξανασυνδεθήκαμε με την  ουσία των VED BUENS ENDE … και οι συναυλίες ήταν πραγματικά φανταστικές. Στην Αθήνα ήμουν λίγο μπερδεμένος γιατί όλοι ήταν τόσο ήσυχοι, αλλά ο ηχολήπτης μας είναι Έλληνας και μου είπε ότι απλά εκπλαγήκατε γιατί νομίζατε ότι η συναυλία δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. (γέλια!!) Ήταν μια πολύ καλή εμπειρία που τους είδα όλους ξανά, καθώς έχω πολλούς φίλους στην Ελλάδα. Ήταν επίσης η τελευταία μου συναυλία και το τελευταίο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Ήμουν σε καραντίνα μια εβδομάδα αργότερα λόγω του ταξιδιού μου στην Ελλάδα, αλλά άξιζε πραγματικά.

– Συγκρίνοντας τις δύο συναυλίες, πρέπει να σου πω ότι παρόλο που σας παρακολούθησα για πρώτη φορά στο Brutal Assault, στην Αθήνα η συναυλία και η συνολική απόδοση ήταν πολύ πιο εκστατική! Παίξατε όλα τα τραγούδια σας και είχε μια πιο θεατρική, υπερβατική ατμόσφαιρα που σίγουρα ενισχύθηκε από την ενέργεια του Carl-Michael Eide, παρά τον τραυματισμό του.

Vicotnik: Σε ευχαριστώ για τα λόγια σου. Στο Brutal Assault, ήμασταν μια μικρή μπάντα (??? !!!) σε ένα μεγάλο φεστιβάλ. Είχαμε ένα σετ 40 λεπτών, οπότε υπήρχε περιορισμένος χρόνος. ‘Εχουμε λίγους οπαδούς εκεί έξω αλλά είναι σαν τους πιο πιστούς όλου του κόσμου. Είναι ωραίο και πολύ ικανοποιητικό μετά από 25 χρόνια να επιστρέφουμε επιτέλους στη σκηνή και να παίζουμε για εσάς. Είναι ωραίο να μην αφήνεις τραγούδια και να τα παίζεις όλα!!!!

– Παρατήρησα τη συμμετοχή των VED BUENS ENDE στα φεστιβάλ Inferno και Ascension του επόμενου έτους. Πρόκειται για επανένωση μόνο για ζωντανές εμφανίσεις ή υπάρχουν σχέδια για την κυκλοφορία κάποιου νέου υλικού; Εάν συμβαίνει αυτό, θα είναι κάτι σαν το ακυκλοφόρητο «Half Visible Presence»ή κάτι εντελώς νέο;

Vicotnik: Αρχικά, το σχέδιο ήταν απλώς να κάνουμε μια γενέθλια εμφάνιση. Μία φίλη μας έγινε 40 χρονών (Νομίζω, χαχαχα…) και μας ρώτησε αν μπορούσαμε να παίξουμε 4-5 τραγούδια στο πάρτι γενεθλίων της καθώς ήμασταν το αγαπημένο της συγκρότημα και το κάναμε. Ήταν τόσο υπέροχο συναίσθημα να παίζω ξανά με τα παιδιά και στη συνέχεια αποφασίσαμε να κάνουμε μερικές ακόμη εμφανίσεις. Αρχικά υπογράψαμε για πέντε εμφανίσεις και αφού νιώσαμε τρομερή ικανοποίηση, σκεφτήκαμε να φτιάξουμε νέο υλικό. Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι όπως γνωρίζεις. Πάντα λέω, όταν οι άνθρωποι ρωτούν για την κύρια έμπνευσή μας, αυτή τη φορά ότι πρέπει να είναι οι VED BUENS ENDE. Διαφορετικά, θα πάει στραβά. Πρέπει να σχετίζεται με αυτό που κάναμε την πρώτη φορά. Αυτή είναι η συνέχεια. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε ως αυτόνομα μέλη των σημερινών μας συγκροτημάτων. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε άλλους VIRUS, DØDHEIMSGARD κλπ … Πρέπει να επανέλθουμε στις ρίζες των VED BUENS ENDE και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε έμπνευση από αυτούς, έτσι ώστε να υπάρχει μια φυσική μετάβαση από το «Written in Waters» στο επόμενο άλμπουμ μας. Παρόλο που έχουν περάσει 25 χρόνια, το κενό δεν πρέπει να αντικατοπτρίζεται στο άλμπουμ.

– Το υλικό των VED BUENS ENDE είναι το λιγότερο μαγευτικό και σε μαγνητίζει άμεσα. Θεωρείται από πολλούς ως το λίκνο του Avant Garde (Black) Metal. Την εποχή που όλα στη Νορβηγία ήταν έντονα και όλοι λαχταρούσαν τον ήχο και την «κακία» της παλιάς σχολής, τι έθεσε τα θεμέλια σε μια τόσο μικρή ηλικία για να δημιουργήσετε μια τόσο πρωτοποριακή κυκλοφορία, τόσο λυρικά όσο και μουσικά; Ήταν απλώς ενστικτώδες ή υπήρχε ένα σαφέστερο συνθετικό όραμα; Θα εκτιμούσα τη διορατικότητα σου στη συνθετική πορεία και διαδικασία του υλικού σας…

Vicotnik: Δεν το σκεφτήκαμε πολύ και αυτό ήταν το κλειδί. Πρέπει επίσης να θυμάσαι το υπόβαθρο. Ακόμα κι αν ηχογραφήθηκε το 1994-1995, μπήκαμε στη metal σκηνή σε πιο νεαρή ηλικία… Ο Carl και εγώ ακούγαμε thrash στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οπότε είμαστε στο χώρο χρόνια πριν κυκλοφορήσουμε οποιοδήποτε υλικό. Όμως, όταν το σκεφτόμασταν δεν σχεδιάζαμε ποτέ να είμαστε πρωτοπόροι, απλά συνηθίζαμε να ακούμε πολλά πράγματα. Τα πάντα, από DARKTHRONE έως DIAMANDA GALAS έως COIL και ακόμη και ροκ μουσική. Ήταν απλώς μια φυσική επιρροή των πάντων. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για πολλές μπάντες στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν ότι προσπάθησαν να επικεντρωθούν σε ένα πράγμα, όπως η ταχύτητα και η βαρβαρότητα ή ήθελαν να ακούγονται σαν κάποιο συγκρότημα από το οποίο αντλούν έμπνευση… Δεν είχαμε ποτέ μόνο ένα συγκρότημα ως έμπνευση. Συγκεντρώναμε μουσική γενικά και προσπαθήσαμε να την ερμηνεύσουμε και να την εντάξουμε στις ικανότητές μας. Ήμασταν περισσότερα από ένα άτομα που έκαναν μουσική. Έκανα εγώ μουσική, ο Carl έφτιαξε μουσική και επίσης ο Hugh έφτιαξε μουσική, με την έννοια ότι ηχογράφησε τις μπασογραμμές μας και αυτές αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του ήχου μας. Αυτή η πολύπλευρη συνεισφορά στη μουσική σου δίνει αυτόματη διαφορετικότητα.

– Καθώς τα πράγματα έγιναν πολωτικά στη νορβηγική Black Metal σκηνή και γενικά στη Σκανδιναβία, αντιμετώπισες προβλήματα λόγω της μισής Ινδικής σου καταγωγής;

Vicotnik: Στα μέσα της δεκαετίας του 90, το 1995-1996 όλο το θέμα είχε ηρεμήσει λίγο. Μετακόμισα στο Όσλο το 1993, προερχόμενος από μια μικρή πόλη 50 χλμ από αυτό. Δεν ήταν τόσο μακριά από εδώ. Επιστρέφοντας στη σκηνή τότε, παρατήρησα ότι υπήρχε έντονη έλξη με τον εθνικοσοσιαλισμό και φαινόταν ότι αυτά τα πράγματα είχαν αρχίσει να συνδέονται και να συνυπάρχουν σχηματίζοντας ένα είδος αδελφότητας, αλλά εξακολουθούμε να ζούμε σε μια αρκετά πολυπολιτισμική πόλη και δεν υπάρχουν πραγματικά πολλά προβλήματα εδώ, έτσι όλο αυτό αναπόφευκτα «ξεθώριασε». Προσωπικά, πάντα είμαι υπερήφανος για την κληρονομιά μου και ποτέ δεν προσπάθησα να την κρύψω. Εάν κάποιοι άνθρωποι με εθνικοσοσιαλιστικές πεποιθήσεις έμπαιναν σε ένα μπαρ και παρουσιαζόντουσαν για τη σκηνή του Black Metal, πάντα παρουσίαζα τον εαυτό μου με το πλήρες όνομά μου, ώστε να είναι εμφανές αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι, που έκαναν αυτές τις κινήσεις, είναι παραπληροφορημένοι νέοι και υποθέτω ότι πολλοί από αυτούς δεν είναι πλέον στη σκηνή. ‘Εχουν περάσει σχεδόν 25-30 χρόνια. Τα παιδιά επιθυμούν να βρίσκουν διεξόδους και κοινότητες, όπου μπορούν να στέκονται και να αισθάνονται διαφορετικά, οπότε είναι πιθανό είτε οι αριστερές είτε οι δεξιές πεποιθήσεις να σε δελεάσουν. Εξαρτάται απλώς από το ποιος θα σε επηρεάσει πρώτα. Αυτό που εννοώ είναι ότι το 95% αυτών των ανθρώπων δεν είναι πραγματικά τόσο ακραίοι, οπότε δεν τους ένοιαζε αν έλεγα Yusaf Parvez. Υπήρχε επίσης ένα στοιχείο που νόμιζα ότι ήταν αρκετά σημαντικό τότε. Όταν αυτοί οι ιδιαίτεροι ιδεολογικοί συμβολισμοί σταμάτησαν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής τους, αυτό ουσιαστικά τελείωσε το τρίτο κύμα επιρροών αυτού του είδους συγκροτημάτων. Για εμένα προσωπικά, έπαιξα με το αφεντικό. Ο Fenriz ήταν στους DØDHEIMSGARD τότε και ήταν ηγετική φυσιογνωμία. Επιλέγοντας να παίξει με κάποιον με μεταναστευτικό υπόβαθρο άλλαξε πολλά κεφάλια και τη γενικότερη διάθεση, καθώς κανείς δεν θα το περίμενε πριν από την είσοδό του στο συγκρότημα.

– Αυτό που απλώς υπαινίχθηκε στο EP«Satanic Art», δοξάστηκε εντελώς στο «666 International». Ένα άλμπουμ αγίας οργής, θείας παραφροσύνης και παραισθησιογόνου δέους. Θεωρώ ότι αυτές οι δύο κυκλοφορίες είναι ότι πιο κοντινό σε μια black metal έκδοση μιας ταινίας του David Lynch. Προσθέσατε μερικές διαστάσεις στη στατικότητα της ακραίας μουσικής. Πώς αντηχεί σε εσένα σχεδόν 20 χρόνια μετά από την κυκλοφορία του;

Vicotnik: Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω δει ούτε την επανέκδοση από την Peaceville (για το «666 International»). Υποθέτω ότι το «Satanic Art» είναι 23 ετών τώρα. Θυμάμαι κάθε φορά που συναντιόμαστε με τα παιδιά για τους VED BUENS ENDE και μοιραζόμαστε μεταξύ μας ιδέες, ότι δεν ήταν ποτέ αρκετά καλό. Φαίνεται ότι ο πήχης είναι αρκετά ψηλά. Καθώς σιγά σιγά αδρανοποιούμασταν, ο Carl επικεντρώθηκε στους AURA NOIR και έστρεψα την προσοχή μου και εγώ στους DØDHEIMSGARD. Επομένως, είχα ακόμη ένα μέρος για να ενσωματώσω τις avant-garde ιδέες μου και να τις αναπτύξω, αλλά σε ένα πιο σταθερό black metal υπόβαθρο όπου έχει λίγο ταχύτητα και βαρβαρότητα, αλλά αγκαλιάζει επίσης και την τρέλα. Η ταχύτητα και η βαρβαρότητα επισημαίνουν κάτι που παραμορφώνεται ή αποπροσανατολίζεται, οπότε είναι ένα σχετικά εύκολο εργαλείο για να απεικονίσει κάτι που πρέπει να φαίνεται τρελό ή εκτός τόπου. Με τους DØDHEIMSGARD ήταν ένα αρκετά μακρύ ταξίδι, με την έννοια του να βρούμε τις κατάλληλες ισορροπίες, επειδή ως επί το πλείστον είμαστε μια στούντιο μπάντα  παρόλο που κάναμε πολλές συναυλίες τα τελευταία χρόνια. Είναι περισσότερο μια μπάντα που κάθεται στο στούντιο και νιώθει άνετα σε αυτό το περιβάλλον. Ποτέ δεν ήμουν άνετα με το ζωντανό περιβάλλον για τους DØDHEIMSGARD, όχι με την αίσθηση της νευρικότητας, αλλά ένιωθα πάντα λίγο αδιάφορο το προϊόν σε σχέση με την στουντιακή έκδοση, όπου υπάρχουν τόσες πολλές ιδέες που ωθούν την κατάσταση. Ποτέ δεν ένιωσα ότι κάναμε αυτή τη μετάβαση καλά, οπότε θεωρώ ότι είμαστε ένα πιο ενδιαφέρον στουντιακό συγκρότημα από οποιαδήποτε συναυλιακή μας εκδοχή. Το πετύχαμε στην τελευταία μας περιοδεία αυτόν τον χειμώνα. Πετύχαμε τα γραφικά, τη δομή των τραγουδιών σωστά και εξασκηθήκαμε αρκετά για το πώς να παρουσιάζουμε τη μουσική με τον κατάλληλο τρόπο. Κάντε μια παράσταση, ΟΧΙ μια συναυλία. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από το τελευταίο μας άλμπουμ, οπότε ο χρόνος περνάει… (γέλια…) Στην πραγματικότητα, λίγο πριν καλέσεις, έκανα τις τελευταίες πινελιές σε ένα νέο τραγούδι (κομμάτι αριθμός 4) για το επόμενο άλμπουμ. Χρειάζομαι μερικά ακόμη και είμαστε έτοιμοι.

– Μετά τις ανακατατάξεις στο line-up, έμεινες μόνος σου και το 2007 κυκλοφόρησες το «Supervillain Outcast», την πιο άμεση και αδυσώπητη κυκλοφορία σας κατά την άποψή μου. Τα πάντα, από τις θορυβώδεις κιθάρες μέχρι τα υπεράνθρωπα τύμπανα και τις σχεδόν «σχιζοφρενικές» φωνητικές εκφράσεις, ήταν μια επίθεση σε όλες τις αισθήσεις. Κάποια στιγμή χαρακτήρισες αυτή την κυκλοφορία ως έναν προσωπικό θρίαμβο. Τι τροφοδότησε αυτή την αγριότητα; Τι σχέση έχει αυτός ο προσωπικός θρίαμβος με το τότε;

 Vicotnik: Ουάου!! Δεν θυμάμαι ακριβώς τι εννοούσα τότε. Έχουν περάσει μερικά χρόνια. Μου αρέσει πολύ αυτό το άλμπουμ ως μέρος της δισκογραφίας μου, αν και δεν είναι η πιο δημοφιλής κυκλοφορία των DØDHEIMSGARD. Υπάρχει πάντα ένας δύσκολος και απαιτητικός λόφος για να ανέβεις όταν αλλάζεις τραγουδιστές και κάνεις κάτι απροσδόκητο. Κολυμπάς προς το ρεύμα αντί να κολυμπάς με αυτό… Οι περισσότεροι περίμεναν τη συνέχιση του «666 International», έτσι  αυτό που εννοούσα πιθανώς με προσωπικό θρίαμβο έχει να κάνει με την έννοια ότι δεν προσαρμόστηκα σε καμία προσδοκία. Ήθελα απλώς να φτιάξω ένα άλμπουμ που να μπορεί να σταθεί αυτόνομα με το προσωπικό του ηχητικό του αποτύπωμα. Θυμάμαι ότι η νοοτροπία τότε ήταν να προσπαθείς να αφιερώνεις περισσότερο χρόνο σε ένα συγκρότημα, να κάνεις πρόβες τέσσερις φορές την εβδομάδα παρά να είσαι συνδεδεμένος με 20 διαφορετικά projects χωρίς ουσιαστικά να βλέπεις ανθρώπους. Σε αυτήν την κατεύθυνση προσπάθησα να κάνω τις ιδέες μου πιο παρουσιάσιμες, ακολουθώντας ένα πιο παραδοσιακό μονοπάτι όσον αφορά τη σύνθεση των τραγουδιών με την έννοια ότι έχει περισσότερη επανάληψη, ρυθμό, χορωδίες κ.λ.π…. Βασικά έγινε για να αντιπροσωπεύει τη ζωντανή αναπαράσταση των DØDHEIMSGARD. Όλα τα τραγούδια δημιουργήθηκαν για τη σκηνή και μέχρι σήμερα, αυτά είναι τα τραγούδια που λειτουργούν καλύτερα σε μια ζωντανή εμφάνιση επειδή είναι τόσο αιχμηρά και στοχευμένα.

– Θεωρώ τη συναυλία σας το 2008 ως την καλύτερη που έχω παρακολουθήσει από DHG και απόλαυσα επίσης το δεύτερο cd της κυκλοφορίας του «Supervillain Outcast». Πολύ ποιοτικό ημιτελές υλικό που δεν σταματά ποτέ να εκπλήσσει…

Vicotnik: Έχω πολλά υπολοιπόμενα τραγούδια από κάθε εποχή. Σκεφτόμουν ότι θα ήταν ενδιαφέρον να κυκλοφορήσω ένα άλμπουμ με τα απομεινάρια από τη περίοδο 1994-2015. Καθώς οι DØDHEIMSGARD προχωρούν, θα ήταν ωραίο να κοιτάμε πίσω και να έχουμε μια συλλογή τραγουδιών από διαφορετικές εποχές και συναισθήματα που θα ικανοποιήσουν τις επιθυμίες ορισμένων από τους οπαδούς μας. Μιλάω με τον Khvost σε χαλαρή βάση για να κάνουμε κάτι σαν συνέχεια του «Supervillain Outcast», αλλά υποθέτω ότι δεν θα συμβεί ποτέ.

– Αντιλαμβάνομαι  το «A Umbra Omega» ως την πιο εκλεπτυσμένη δουλειά σας. Το δεσπόζον σκοτάδι του είναι πνιγηρά καθηλωτικό ανά στιγμές. Δεν το έχω αφομοιώσει πλήρως και εξακολουθεί να περιστρέφεται, καθώς απαιτεί υπομονετικές ακροάσεις. Ποια ήταν η δημιουργική διαδικασία του άλμπουμ; Θα το θεωρούσες ως το πιο πυκνό και  συμπαγές σας υλικό;

Vicotnik: Πρόκειται για ένα άλμπουμ που υπερβαίνει τη μουσική γιατί πολλά προσωπικά μου βιώματα τοποθετήθηκαν εκεί, κρυμμένα στους στίχους και επίσης πολλά από τα συναισθήματά μου «ζυμώθηκαν» στη μουσική. Ήμουν πολύ συγκεκριμένος για το πώς ήθελα να είμαι. Δεν μπορώ να αποκλείσω τον έξω κόσμο, αλλά πραγματικά δεν με ένοιαζε που ήμασταν μπάντα. Ήθελα απλώς να κυκλοφορήσω αυτό το άλμπουμ. Δεν θα αποκαλύψω πάρα πολλές λεπτομέρειες, αλλά προσωπικά ήμουν σε πολύ χαμηλό σημείο. Έπρεπε να φτιάξω κάτι που θα μπορούσε να το εκφράσει και δεν το είπα ποτέ σε κανέναν πριν από την κυκλοφορία του. Είμαι πραγματικά ικανοποιημένος όταν οι άνθρωποι μιλούν γι ‘αυτό και χρησιμοποιούν λέξεις που θέλω να χρησιμοποιούν χωρίς να τους έχω πει ποτέ να χρησιμοποιούν. Όπως έκανες στην εισαγωγή σου, με την ασφυξία που μοιάζει σα να είσαι παγιδευμένος σε έναν εφιάλτη. Είναι ωραίο να λαμβάνω αυτά τα σχόλια γιατί σημαίνει ότι το πέτυχα όσον αφορά τη μεταφορά των συναισθημάτων μου. Ήθελα σε καλλιτεχνικό επίπεδο να αλλάξω την εστίαση και να κάνω αυτήν την ιστορία ΜΟΥ, τη μουσική ΜΟΥ… αλλά ήθελα επίσης να ξεθωριάζει στα συναισθήματα και τη νοοτροπία του ακροατή. Όποιος ήταν πρόθυμος να επενδύσει το χρόνο του, θα την έκανε τελικά τη δική του ιστορία.

– Μεταξύ των τριών τελευταίων κυκλοφοριών σας, υπάρχει μια περίοδος «εξευγενισμού» του υλικού σας περίπου 8 ετών. Θα είναι συνέχεια του σκότους του «A Umbra Omega» ή κάτι εντελώς διαφορετικό;

Vicotnik: Πρόκειται για συνέχεια του «A Umbra Omega», ειδικά το σκοτεινό κομμάτι. Η ενσάρκωση του ψυχολογικού και συναισθηματικού σκοταδιού και όχι ενός μυθολογικού. Δεν έχει καμία σχέση με τη μυθολογία ή τη λογοτεχνία ή με οποιοδήποτε είδους θρησκευτική προέκταση. Θα μείνω εκεί γιατί είναι βασικά η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του ανθρώπου για μένα προσωπικά. Αν είμαι χαρούμενος, θέλω να το ζήσω, έτσι βγαίνω και κάνω χαρούμενα πράγματα. Όντας θλιμμένος ή αποτρελαμένος και όλες αυτές τις σκοτεινότερες πτυχές, δεν είναι ποτέ εύκολο και δεν μπορεί να διευθετηθεί εύκολα. Εάν το πολεμήσεις, μπορεί να πάει πολύ λάθος. Είναι ωραίο λοιπόν να έχω μια καλλιτεχνική διέξοδο για να εξερευνήσω τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής και θα ακολουθήσω ένα παρόμοιο μονοπάτι στο νέο άλμπουμ με κάποιες μικροαλλαγές και μικροεκπλήξεις. Πρέπει να είναι μια φυσική πρόοδος από τον ήχο του «A Umbra Omega». Το τραγούδι που ξεχωρίζει περισσότερο από αυτό το άλμπουμ είναι το «Architect of Darkness», είναι το καλύτερο τραγούδι συγκριτικά με τα υπόλοιπα, οπότε θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς για το νέο υλικό.

– Τώρα που ο Aldrahn έφυγε ξανά το 2016, θα αναλάβεις εντελώς τα φωνητικά καθήκοντα στο νέο υλικό; Είναι δυνατόν ο Khvost (Mat McNerney) ή ο Aldrahn (Bjørn Dencker Gjerde) να επιστρέψουν ξανά; Ποιες είναι οι κύριες διαφορές των φωνητικών τους τεχνικών στο υλικό των DØDHEIMSGARD;

Vicotnik: Νομίζω ότι θα το κάνω μόνος μου αυτή τη φορά. Ήθελα να το κάνω εγώ και στο «A Umbra Omega» γιατί οι στίχοι και τα τραγούδια είναι τόσο προσωπικά, αλλά πραγματικά ο Aldrahn ήθελε να επιστρέψει και ένιωσα ότι του χρωστούσα, με την έννοια ότι δημιουργήσαμε μαζί τους DØDHEIMSGARD. Δεν θα ήθελα να του κλείσω την πόρτα και του επιτράπηκε να μπει και να συμμετάσχει. Το προσπαθήσαμε, τώρα είναι και πάλι εκτός, έτσι η σκηνή έχει ξεκαθαρίσει για να αναλάβω τα φωνητικά στο επερχόμενο άλμπουμ. Ως καλλιτέχνης φαντάζεσαι τα φωνητικά και τους στίχους με διαφορετικό τρόπο από το να εργάζεσαι ξεχωριστά. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν την ποιότητά τους. Δουλεύοντας ξεχωριστά με άτομα και συνδυάζοντας μουσική, είναι πάντα ενδιαφέρον γιατί δεν ξέρεις τι να περιμένεις από τους άλλους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει πάντα η λαχτάρα να φτιάξεις κάτι από το μηδέν και να ορίσεις το προϊόν, δημιουργώντας κάτι που προέρχεται από τον πυρήνα της καρδιάς σου. Χωρίς επικριτές.

Για να απαντήσω στο δεύτερο μέρος της ερώτησής σου, ο Aldrahn είναι ένας πολύ συναισθηματικός τραγουδιστής με πολύ ισχυρή ικανότητα να διοχετεύει το συναίσθημα της μουσικής και να κάνει τα φωνητικά τέλεια για κάθε μεμονωμένο κομμάτι. Από εκεί προέρχεται η διαφορετικότητά του. Δεν μπορεί πραγματικά να τραγουδήσει και εξακολουθεί να είναι διαφορετικός με το γρύλισμα και τις κραυγές του, αλλά σε ένα αρκετά εντυπωσιακό φάσμα φωνητικών. Παίρνει το βασικό συναίσθημα των τμημάτων, το βιώνει και αυτή είναι η ερμηνεία του. Είναι πολύ καλός σε αυτό. Ο Khvost είναι περισσότερο εγκεφαλικός τραγουδιστής, επειδή εργάζεται αφιερώνοντας μεγάλο χρονικό διάστημα και διαθέτει επίσης μεγαλύτερο φωνητικό εύρος από τον Bjørn. Κάνει επίσης καθαρά φωνητικά, όχι μόνο ακραία φωνητικά, αλλά μπορεί επίσης να εκτελέσει όμορφα – γλυκά φωνητικά, πολυεπίπεδα φωνητικά, χορωδίες κ.λ.π. Έχει μια διαφορετική εργαλειοθήκη και τη χρησιμοποιεί περισσότερο σαν αρχιτέκτονας που χτίζει το οικοδόμημά του, ενώ ο Aldrahn μοιάζει περισσότερο με ζωγράφος που προσθέτει λίγο χρώμα εδώ και εκεί και αυτό είναι το υπέροχο έργο του. Συνολικά νομίζω ότι είναι το ίδιο καλοί, απλά διαφορετικοί στις προσεγγίσεις τους. Ο Aldrahn είναι καλύτερος σε αυτό που κάνει και το ίδιο ισχύει και για τον Khvost. Πρέπει να πω ότι είμαι εντυπωσιασμένος με αυτόν καθώς έχει πιθανώς δέκα χρόνια λιγότερα από εμάς και έχει δημιουργήσει μια τεράστια κληρονομιά ήδη με όλο του το έργο.

– Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε ένα EP από τους DOLD VORDE ENS NAVN. Έχω να πω ότι ήταν η πιο «τυπική» και ξεκάθαρη Black Metal κυκλοφορία που έχεις παρουσιάσει από το «Monumental Possession» του 1996. Ένα πανέμορφο εικοσάλεπτο δείγμα μελαγχολικής σκανδιναβικής ατμόσφαιρας μαζί με τη βασανιστική φωνή σου. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η νέα μπάντα; Πρόκειται να κυκλοφορήσετε κάτι νέο φέτος;

Vicotnik: Ναι, δουλεύουμε τώρα σε ένα άλμπουμ! Στην πραγματικότητα κάνω τα φωνητικά καθώς μιλάμε… Τώρα κάνω ένα διάλειμμα μαζί σου και όταν τελειώσουμε, θα επιστρέψω και θα ηχογραφήσω τα φωνητικά για το επόμενο άλμπουμ. Τα ντραμς είναι ηχογραφημένα, τα φωνητικά θα τελειώσουν σύντομα, οπότε είναι θέμα πότε οι άλλοι θα κάνουν τα μέρη τους. Πώς ξεκίνησε; Ο Håvard (Jørgensen, μέλος των ULVER και των πρώιμων SATYRICON) απουσίαζε για περίπου 15 χρόνια χωρίς να  έχει αγγίξει καν κιθάρα ή οτιδήποτε άλλο και έκανε ένα ακουστικό τραγούδι με τίτλο «Food Recovery», επιστρέφοντας στη μουσική. Ένα βράδυ, ο Håvard και ο Kai (S. Halvorsen), που ήταν μπασίστας στο «Satanic Art» των DØDHEIMSGARD, χαζολογούσαν και έκαναν ένα κομμάτι. Μετά από αυτό, ζήτησαν κάποιους στίχους που ήταν ασυνήθεις για εμένα, γι ‘αυτό έγραψα κάτι άλλο και τους ρώτησα αν τους ήθελαν και αυτό οδήγησε στο να κάνω και τα φωνητικά. Να το δοκιμάσω τουλάχιστον. Έκανα ένα τραγούδι, τους άρεσε και κατέληξα να τα κάνω όλα. Ο  ντράμερ παίζει επίσης σε όλες τις μπάντες μου, έτσι ήταν τελικά μια φυσική εξέλιξη.

– Καλή τύχη στη νέα σας κυκλοφορία. Πραγματικά το απόλαυσα. Είχε μια όμορφη,νοσταλγική αίσθηση που ήταν εντελώς απροσδόκητη για εμένα. Ωστόσο, δεν προωθήθηκε πολύ …

Vicotnik: Όχι, δεν ήταν. Έχουμε αλλάξει εταιρείες από τότε και θεωρούμε αυτήν την κυκλοφορία ως demo και όχι ως EP. Πολλές εταιρείες ενδιαφέρθηκαν να κυκλοφορήσουν αυτά τα κομμάτια και είπαμε ότι ας το κυκλοφορήσουμε ως EP, αλλά το αποκαλούμε την παρουσίασή μας στη σκηνή. Είναι πολύ παλιά πλέον, καθώς μάλλον γράφτηκαν το 2015 ή κάτι τέτοιο. Όταν προσέγγισα το υλικό, μου έδωσε αυτό το παλιό νοσταλγικό συναίσθημα, αλλά με γνήσιο και αβίαστο τρόπο, όχι σαν να προσπαθεί να το αναδημιουργήσει και αποφάσισα να ενσωματώσω αυτό το συναίσθημα στους νορβηγικούς στίχους. Το νέο άλμπουμ όμως είναι λίγο διαφορετικό. Δεν είναι τόσο έντονο όλη την ώρα όπως το ΕΡ, αλλά είναι ένα αναγνωρίσιμο βήμα από τον ήχο του.

– Σε θεωρώ υπέρμαχο του πειραματισμού και πολύ υποτιμημένο ως συνθέτη στο ευρύτερο τοπίο του Black Metal. Ποια είναι η γνώμη σου για την εξέλιξη του Black Metal ήχου τα τελευταία 20 χρόνια; Ποιες μπάντες σου έκαναν την καλύτερη εντύπωση κατά την τελευταία δεκαετία;

Vicotnik: Οι μπάντες έχουν έναν τρόπο να γίνονται σημαντικές και έπειτα να είναι ασήμαντες λόγω της σημαντικότητάς τους. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω λίγο περισσότερο και γενικότερα όσον αφορά τον πειραματισμό στην μουσική. Οι MUSE για παράδειγμα είχαν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση και έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στις αρχές της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας. Μετά από αυτό και μιλάω εξ ονόματός μου, φαίνεται ότι η μαγεία έχει χαθεί στην αναπαραγωγή της ίδιας φόρμουλας ξανά και ξανά, επικεντρωμένη στις ζωντανές παραστάσεις τους και στο τέλος δεν έχουν πραγματικό μέρος να καταλήξουν. Μερικές μπάντες πλησιάζουν τη σημαντικότητα και στη συνέχεια καταστρέφονται από αυτή την ίδια σημαντικότητά τους. Είναι εύκολο να διατηρήσεις το ενδιαφέρον σε συγκροτήματα για μερικά άλμπουμ και στη συνέχεια να χάσεις αυτό το ενδιαφέρον. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρομαι για τις παλαιότερες κυκλοφορίες τους, επειδή θα παραμείνουν σχετικοί. Φαίνεται ότι μερικές φορές οι άνθρωποι χάνονται στις δικές τους συνταγές. Να σημειωθεί, αυτή είναι μόνο η γνώμη μου.

Πολλές καλές μπάντες στην πραγματικότητα, απλώς δεν θυμάμαι κάποιες τώρα(σύντομη παύση). ΟΙ MGLA έχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τη μελωδία και τον τρόπο με τον οποίο ταξινομούν τη ρυθμική τους αίσθηση. Οι SHINING έχουν κάνει εξαιρετικούς δίσκους, με το «V – Halmstad» να είναι το αποκορύφωμα του οράματός τους. Οι WATAIN έχουν μια πολύ καλή διαδρομή και μάλλον υπάρχουν πάρα πολλές underground πρoτάσεις. Οι OBLITERATION από τη Νορβηγία είναι μια πολύ καλή μπάντα και η τελευταία κυκλοφορία των OUTRE είναι αρκετά καλή. Δεν άκουσα την παλιά τους δισκογραφία, αλλά ξαναεπισκέπτομαι αυτήν την κυκλοφορία μία στο τόσο. Βασικά, μπορώ να ακούσω μόνο λίγους νέους Black Metal δίσκους κάθε φορά, καθώς υπάρχει και άλλη μουσική για να ακούσω επίσης. Υποθέτω ότι δεν είμαι και το πιο ενημερωμένο άτομο.

– Πέρυσι υπέπεσε στην αντίληψή μου μια πολύ ενδιαφέρουσα και απαιτητική κυκλοφορία από το Γαλλικό σχήμα DREAMS OF THE DROWNED, με κύριο εκφραστή τον Camille Giraudeau. Avant-Garde Black Metal στις φλέβες των VED BUENDS ENDE και DØDHEIMSGARD (σε μικρότερο βαθμό) με έναν θορυβώδη post punk/shoegaze  ήχο. Έχει τραβήξει την προσοχή σου; Ποια είναι η γνώμη σου για την προσέγγισή του;

Vicotnik: Μου άρεσε πολύ. Δεν έχω ακούσει αρκετά το άλμπουμ για να μιλήσω εκτενώς γι ‘αυτό, αλλά υποθέτω ότι ο Camille είναι ένας από αυτούς τους τύπους δωματίου που έχει πολλές ιδέες και έχει επίσης την ευκαιρία και την τεχνική διορατικότητα να κάνει αυτές τις ιδέες πραγματικότητα. Υποθέτω ότι είναι πιθανώς σαν εμένα. Ένας αντικοινωνικός, κάποιος που κάθεται μόνος του στα σκοτεινά δωμάτια και δημιουργεί μουσική. Δέσαμε και σε αυτό το επίπεδο επίσης. Δεν είναι μόνο αναγνωρίσιμο στη μουσική αλλά και στην ίδια τη μουσική προσέγγιση και πώς είμαστε ως άνθρωποι. Ο Camille έκανε επίσης μια εμφάνιση με τους DØDHEIMSGARD στο Παρίσι, όπου έμαθε ολόκληρο το σετ και καθώς δεν έπαιζα ούτε κιθάρα, τα έκανε σχεδόν όλα μόνος του. Ήταν ένα ωραίο πείραμα. Προσκαλέσαμε επίσης δύο κιθαρίστες στην περιοδεία μας και έναν καλλιτέχνη στο σόου της Βαρσοβίας που «τραγούδησε» μαζί μας. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τη ζωντανή μουσική, αποδίδοντας την κυριολεκτικά ως ζωντανή μουσική. Μπορείς επίσης να συμπεριλάβεις φίλους ή άτομα που σέβονται τη δουλειά σου και να το μοιραστείς στη σκηνή μαζί τους, οπότε νομίζω ότι θα το κάνω και στην επόμενη περιοδεία.

– Ποιες μπάντες ξεχωρίζεις από την ελληνική Black Metal σκηνή;

Vicotnik: Η μπάντα που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η NECROMANTIA. Δεν ξέρω και αν υπάρχουν πια. Ακούω ακόμα το demo και τόσο η παραγωγή όσο και η εκτέλεση είναι χάλια, αλλά τι ατμόσφαιρα! Όταν εκτελώ καθήκοντα DJ, το προτιμώ. Πραγματικά “άθλιος” ήχος, αλλά το λατρεύω. Υποθέτω ότι ο ROTTING CHRIST τα πήγαν πολύ καλά για τον εαυτό τους, αγκαλιάζοντας την επαγγελματικότητα με σεβασμό. Μου φαίνεται ότι δεν έχουν συμβιβαστεί για το ποιοι είναι και τίποτα δε φαίνεται εξαναγκασμένο. Φαίνεται σαν ROTTING CHRIST.

– Ποια συγκροτήματα και άλμπουμ είναι τα αγαπημένα σου από τη Black Metal σκηνή της δεκαετίας του ’90;

Vicotnik: Δύσκολη ερώτηση. Υπάρχουν τόσα πολλά καλά άλμπουμ. Θα αναφέρω πιθανώς αυτά που ο καθένας αναφέρει επειδή είναι τόσο καλά. «De Mysteriis Dom Sathanas» σίγουρα. Δεν μπορείς να αποφύγεις αυτό το άλμπουμ. Πραγματικά έδειξε σε όλους, ότι μπορείς να προσεγγίσεις αυτό το μουσικό είδος με διαφορετικό τρόπο. Δεν πρέπει να είναι Death Metal, αλλά επίσης δεν πρέπει να είναι και το Bluesy-rock πρωτόγονο Black Metal. Μπορεί να είναι ένα μείγμα και  των δύο με τις βαθιές συγχορδίες και τον συνολικά βαθύ του ήχο. Αρκετές μουσικές προσωπικότητες εδώ μαρτυρούν, ότι αυτό είναι το Άλφα και το Ωμέγα, αυτού που ενσαρκώνει τουλάχιστον το Black Metal στη χώρα μας. Ο Øystein Aarseth με τους Mayhem, ο Snore Ruch στους THORNS, ο Fenriz και ο Nocturno Culto αντιπροσωπεύοντας τους DARKTHRONE και το τελευταίο κομμάτι είναι ο Varg Vikernes. Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η ομάδα ανθρώπων έχει δημιουργήσει ίσως το καλύτερο Black Metal μέχρι σήμερα με τα παλαιότερα άλμπουμ τους.

– Ποιες θα χαρακτήριζες για κύριες επιρροές σου ως καλλιτέχνη και γενικότερα ως εκφραστή ιδεών;

Vicotnik: Μουσικά υπήρξαν πολλές. Θυμάμαι όταν άκουγα τους IRON MAIDEN και τους METALLICA πίσω στην εφηβεία μου. Άκουγα επίσης NWA και PUBLIC ENEMY, καθώς τότε ήταν ευρέως αποδεκτό για metal οπαδoύς στη Νορβηγία, επειδή η Rap μουσική ήταν επίσης underground  μουσική. Προερχόταν από τους δρόμους, όπως το Metal. Αλλά όσον αφορά εμένα δεν μπορώ να πω ότι δεν έχω καμία σχέση με τους IRON MAIDEN και τους METALLICA… εκεί είναι η μήτρα των ιδεών μου. Ήταν επίσης η πρώτη μου ουσιαστική αφύπνιση για το τι είναι frontman και μέχρι σήμερα θεωρώ τον James Hetfield ως τον καλύτερο frontman στο Metal και πιθανώς έναν από τους καλύτερους συνθέτες, επειδή το εξυφαίνει σαν μια ιστορία. Δεν είναι απλώς ένας συνδυασμός riff, καθώς διαθέτει μια μεγάλη αίσθηση για το πώς να απεικονίζει συναισθήματα και να τα κάνει ολοκληρωμένο κομμάτι. Δεν είναι κάθε κομμάτι καλό, αλλά όταν το πετύχει, σχεδόν ακούς τα τραγούδια του σα να παρακολουθείς οπτικοακουστικά μια ταινία. Στη συνέχεια, μπαίνοντας στο Black Metal BURZUM, MAYHEM, DARKTHRONE και THORNS είναι, όπως προανέφερα, οι κύριες επιρροές. Μετά το «Krone Til Konge» και το «Monumental Possesion» είχα κάνει το χρέος μου στις Metal καταβολές μου και είχε έρθει η ώρα να ξεκινήσω κάτι πιο προσωπικό. Στη συνέχεια, η ζωή σου γίνεται η κύρια επιρροή σου και το κύριο επίκεντρο της διεξόδου σου στην μουσική. Τότε μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μια εμπειρία, μια μυρωδιά, μια γεύση, περπατώντας δίπλα σε μια μηχανή που κάνει έναν αστείο θόρυβο, ένα βιβλίο. Πολλά βιβλία και ταινίες με επηρέασαν εξίσου με την μουσική.

– Είναι μια περίοδος αυξημένης δραστηριότητας εκ μέρους σου και σου εύχομαι ό,τι καλύτερο σε όλα τα μουσικά σου εγχειρήματα. Ας είναι η έμπνευση, δεύτερη σου φύση. Σου αφήνω τα τελευταία λόγια Yusaf …

Vicotnik: Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Χάρηκα που μιλήσαμε. Θεωρώ την Ελλάδα σαν δεύτερο σπίτι μου, μιας και περνάω πολύ χρόνο εκεί. Ανυπομονώ επίσης να επιστρέψω με το DØDHEIMSGARD. Δεν είμαι πολύ χαρούμενος με τις τελευταίες μας εμφανίσεις εκεί, οπότε θέλω να κάνω κάτι ξεχωριστό για εσάς. Ελπίζω να σε δω εκεί όταν έρθει η ώρα… Οι ευχές μου σε όλους τους αναγνώστες …

Συνέντευξη: Γιώργος Κολυβάνος
Μετάφραση/Απόδοση στα Ελληνικά:Τάσος Βαρελάς / Γιώργος Κολυβάνος
Επιμέλεια Εξωφύλλου: Χρύσα Αντωνιάδη
Σχεδιασμός και Επιμέλεια Συνέντευξης: Νίκος Μανούσης
Ημερομηνία: 1 Νοεμβρίου 2020
Διαδικτυακοί Σύνδεσμοι: DODHEIMSGARD – Σελίδα Facebook
VED BUENS ENDE – Σελίδα Facebook
DOLD VORDE ENS NAVN – Σελίδα Facebook
Copyright © 2021 by THEGALLERY.G ΤR

Αφήστε μια απάντηση