Dario Argento’s «Suspiria» (1977): Ένας Εφιάλτης Σε Technicolor

You are currently viewing Dario Argento’s «Suspiria» (1977): Ένας Εφιάλτης Σε Technicolor

“They wheeled in mazes; I spelled the steps. They telegraphed from afar; I read the signals. They conspired together; and on the mirrors of darkness my eye traced the plots. Theirs were the symbols; mine are the words.” – Thomas De Quincy, Suspiria de Profundis

Ας πούμε ότι η Αλίκη ήταν μια νεαρή χορεύτρια που ταξίδευε από τη Χώρα των Θαυμάτων στον Κόσμο πίσω απ’ τον Kαθρέφτη για να γραφτεί στη σχολή χορού «Η Σκακιέρα». Και ας υποθέσουμε επίσης πως μια μισότρελη γριά μάγισσα μουρμουρίζει στον εαυτό της την ιστορία της Αλίκης για να περνάει την ώρα της μπροστά σε ένα σβησμένο τζάκι, σε μια καλύβα στη μέση του πουθενά και πως κάποιος, με μια μαγική κινηματογραφική κάμερα, μπορούσε να απαθανατίσει αυτή τη διήγηση σε Eastmancolor Kodak φιλμ και να το τυπώσει σε Technicolor…. Ε, λοιπόν σε αυτή την περίπτωση θα είχαμε το αριστούργημα του Dario Argento “Suspiria” (1977).

Το σενάριο, γραμμένο από τον Argento και την Daria Nicolodi, την πρωταγωνίστρια από το Deep Red του 1975 και μετέπειτα σύζυγό του, ήταν βασισμένο σε μια ιστορία που η γιαγιά της Nicolodi, η γαλλίδα πιανίστρια Yvonne Müller, συνήθιζε να λέει στην εγγονή της, για την εποχή που την είχαν στείλει σε μια μουσική ακαδημία στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Ελβετίας όπου, σύμφωνα πάντα με τη Müller, το προσωπικό εκτελούσε μαγικές τελετές. Αν πάρουμε τη βερσιόν της ιστορίας από την πλευρά του Dario, η βασική έμπνευση προήλθε από το βιβλίο του Thomas de Quincey που τιτλοφορείται Suspiria de Profundis (1845), λατινικά για το «Αναστεναγμοί από τα βάθη» και από ένα ταξίδι που είχε κάνει με τη σύζυγό του Daria στην Ευρώπη μεταξύ 1975 και 1976 κατά τη διάρκεια του οποίου επισκέφθηκαν διάφορα αξιοθέατα του απόκρυφου και άλλα «στοιχειωμένα μέρη».

Εν πάσει περιπτώσει, η ταινία ξεκινά και αμέσως μετά τους τίτλους βλέπουμε την πρωταγωνίστρια Suzy Bannion (Jessica Harper) να φτάνει στο αεροδρόμιο του Freiberg στα νότια της Γερμανίας (στην πραγματικότητα βλέπουμε το παλιό αεροδρόμιο Munich-Riem, όπου και γυρίστηκε η σκηνή). Κάθε φορά που η κάμερα στρέφεται προς τις γυάλινες πόρτες του αεροδρομίου που οδηγούν προς την έξοδο, η μουσική των Goblin κυριαρχεί εξαφανίζοντας κάθε νατουραλιστικό ήχητικό στοιχείο από το περιβάλλον του αεροδρομίου. Τώρα είναι σαν η Αλίκη να κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη. Πίσω της όλα είναι κανονικά, αλλά εκείνη πλησιάζει τον καθρέφτη και αναπόφευκτα θα τον διασχίσει προς την απέναντι πλευρά. Αλλά άρχισα πάλι το παραλήρημα για την Αλίκη του Lewis Caroll, πίσω στην ταινία λοιπόν… Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, η Suzy παίρνει ένα ταξί και φεύγει για την Ακαδημία χορού. Καταλήγει ωστόσο να περνά τη νύχτα σε ένα ξενοδοχείο καθώς όταν φτάνει στη σχολή, βρίσκει την είσοδο κλειδωμένη και κανέναν εκεί να της ανοίξει.

Οι Ιταλοί prog rockers Goblin που είχαν συνεργαστεί με τον Dario Argento για τη μουσική στο Deep Red, παίζουν κομβικό ρόλο στην ενίσχυση της ατμόσφαιρας και στην απόδοση αισθητικών στοιχείων της ταινίας μέσω της μουσικής με τρόπο καθοριστικό για την καλλιτεχνική ταυτότητα του φιλμ. Στο «Suspiria» ο σκηνοθέτης ήθελε η μουσική να ακούγεται την ώρα που φιλμάρονταν οι σκηνές με σκοπό να εντείνει την ατμόσφαιρα και να βοηθήσει τους ηθοποιούς στη διαδικασία σύνδεσης του φανταστικού και του φυσικού περιβάλλοντος των σκηνών. Συνεπώς, μεγάλο μέρος της μουσικής της ταινίας είχε ήδη ηχογραφηθεί πριν τα γυρίσματα. Ίσως γι’ αυτό η κάμερα να κινείται τόσο ρυθμικά, σαν να «χορεύει» σχεδόν πάνω στη μουσική. Ο Agostino Marangolo στα τύμπανα, τα κρουστά και στα φωνητικά, o Massimo Morante στις κιθάρες, στο μπουζούκι και στα φωνητικά, ο Fabio Pignatelli στο μπάσο, στις ακουστικές κιθάρες και στα φωνητικά και ο Claudio Simonetti στα synths με τη βοήθεια του Maurizio Guarini (keyboards) και του Antonio Marangolo (σαξόφωνο στο «Black Forest») μας δώσαν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μελωδικά θέματα στην ιστορία του σινεμά. Το “Suspiria” κυκλοφόρησε ως single με B-side το τραγούδι “Blind Concert” και ως LP με 8 κομμάτια από την εταιρεία Cinevox το 1977.

Μέσα στη σχολή χορού, όλα μοιάζουν να είναι μεγαλύτερα από το κανονικό. Η γεωμετρία των χώρων είναι λίγο παράξενη, πολλές αψίδες πάνω από πόρτες και παράθυρα τονίζουν το ήδη μεγάλο ύψος του ταβανιού και τα πόμολα στις πόρτες είναι στο ύψος των ώμων ενώ κάποιες φορές είναι σαν οι πόρτες να έχουν το ύψος πόρτας ντουλαπιού. Είναι σαν το «η Αλίκη στη χώρα…» εντάξει, δεν θα ξαναπάω εκεί…. Θυμίζει τη γεωμετρία στο “The Cabinet of Dr. Caligari” (1920) του Robert Wiene: ένας χώρος στα όρια του ονείρου και της πραγματικότητας. Μέσα στην Ακαδημία, η Helena Markos, η Ελληνίδα μετανάστης που ίδρυσε τη σχολή στις αρχές του 20ου αιώνα, παραμένει κρυμμένη μέσα σε έναν λαβύρινθο παραισθήσεων. Η δεσποινίς Tanner (Alida Valli) και η κυρία Blanc (Joan Benett) είναι οι δυο δασκάλες που οργανώνουν την καθημερινή ζωή μέσα στη σχολή κι όλοι συμμορφώνονται στις αποφάσεις τους.

Η αρχική πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να χρησιμοποιήσει για τους ρόλους των μαθητριών  μικρά κορίτσια ηλικίας οκτώ έως δέκα ετών. Θα ταίριαζαν τέλεια σε αυτό το παραμυθένιο σχολικό πλαίσιο… αλλά δεν θα ήταν και πολύ ευχάριστο για κοινό και κριτικούς να σφαγιάζονταν παιδάκια επί της οθόνης και εκτός αυτού, θα ήταν αδύνατο ο Argento να δουλέψει με παιδιά εξαιτίας της τελειομανίας του. Ήδη είχε προβλήματα με τους ενήλικες συνεργάτες του. Τελικά πέρασε από το casting για τους ρόλους των μαθητριών έφηβες κοπέλες και αυτή του η επιλογή αποδείχτηκε ευφυέστατη. Η Nicolodi δεν προσάρμοσε το σενάριό της στα νέα δεδομένα και το γεγονός αυτό ενίσχυσε την ενοχλητική ατμόσφαιρα των σκηνών όπου βλέπουμε κάπου κάπου νεαρές κοπέλες να συνομιλούν με εντελώς παιδικό τρόπο.

Ο αριθμός των νεκρών αρχίζει να αυξάνεται από τα πρώτα λεπτά της ταινίας και μέχρι το τελικό crescendo. Το «Suspiria» αρχίζει γρήγορα, με μεγάλη ένταση και ο συνδυασμός εικόνας και μουσικής σαρώνει αισθητικά τον θεατή. Η κίνηση της κάμερας είναι ιδιοφυής, τα κοστούμια κομψά και λαμπερά, τα χρώματα καθηλωτικά. Το ψεύτικο αίμα και τα μη πειστικά ειδικά εφέ, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, αντί να αφαιρούν από τον τρόμο προσθέτουν σε αυτή την υπερρεαλιστική ονειρικότητα και καταφέρνουν να ενισχύσουν την υπερφυσική, μυστηριώδη ατμόσφαιρα.

Ο Argento επέμενε ότι κάθε ηθοποιός πρέπει να μιλά στη μητρική του γλώσσα και θα ντουμπλάρονταν μετά όλοι στα ιταλικά. Το γεγονός βοήθησε στην ενίσχυση της πειστικότητας μέσα από την οργανικότητα της εκφοράς του λόγου κάθε ηθοποιού. Αν και ακούστηκαν διάφορες γλώσσες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ήταν μάλλον η Γερμανική και η Ιταλική αυτές που κυριάρχησαν. Με μια έννοια με τη δημιουργία αυτού του γλωσσικού εμποδίου το αίσθημα της απελπισίας ενισχύεται από την σκοπιά της Suzy και η ηθοποιός που την ενσαρκώνει παραδέχθηκε ότι το παραπάνω βοήθησε στο να προσθέσει βάθος στη σύγχυση που βιώνει ο χαρακτήρας της (A. Arabian, Suspiria (1977): A Technicolor Spectacle Canvaseed Onto Celluloid).

Το «Suspiria» είναι μια κλασσική πλέον ταινία. Έχει επηρεάσει απευθείας πολύ σημαντικά φιλμ όπως το Halloween (1978) του John Carpenter, το The Black Swan (2010) του Darren Aronofsky, το The Neon Demon (2016) του Nicolas Winding Refn και άλλα. Ένα παραμύθι τρόμου που περνάει από γενιά σε γενιά, το αριστούργημα του Dario Argento θα μας κρατά συντροφιά για πολλά χρόνια ακόμα θρέφοντάς μας αγωνία, καθαρό τρόμο και ένα αίσθημα απελπισίας σαν να ζούμε σε έναν εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορούμε με τίποτα να ξυπνήσουμε.

Τελικά, όπως θα έλεγε η Κόκκινη Βασίλισσα στην Αλίκη: «Εδώ, βλέπεις, χρειάζεται να τρέξεις όσο μπορείς για να μείνεις στο ίδιο σημείο. Αν θες να φτάσεις κάπου αλλού, πρέπει να τρέξεις τουλάχιστον δυο φορές πιο γρήγορα!».

Γιάννης Τζιάλλας
Διαδικτυακός Σύνδεσμος:   Γιάννης Τζιάλλας – Επίσημη Σελίδα

This Post Has One Comment

  1. Φανουρης

    Καλώς ήρθες κ καλοτάξιδος και από εδώ! Υπέροχη παρουσίαση! Εύγε

Αφήστε μια απάντηση