Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο

You are currently viewing Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο

Οι παλαιότερες εκδηλώσεις με θεατρικά στοιχεία (μίμηση πράξεων, χρήση προσωπείων και κουστουμιών) ήταν οι μαγικές ιερουργίες των πρωτογόνων. Οι προθεατρικές αυτές μορφές ονομάζονται ‘προαισθητικές’. Βρίσκονται δηλαδή πριν την αισθητική, αφού οι μετέχοντες δεν είχαν συνείδηση ότι επιτελούσαν καλλιτεχνικό έργο. Στον Ελλαδικό χώρο, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., έκανε την εμφάνιση του στον δήμο Ικαρίας της Αττικής ένα ποιητικό είδος που χρειάστηκε πενήντα χρόνια για να εξελιχθεί και να φτάσει στην τελική του μορφή. Το ποιητικό αυτό είδος ήταν το ‘δράμα’ όπου μαζί με τη ρητορική, τη φιλοσοφία και τις τέχνες άκμασε αποκλειστικά στην Αττική και καθόρισε την πολιτιστική ακμή του 5ου αι. π.Χ., καθώς η Αθηναϊκή δημοκρατία μέσα από πολλές δυσχέρειες προσπαθούσε να καθορίζει τα πλαίσια μέσα από τα οποία θα λειτουργούσαν σωστά οι θεσμοί της.

Η δραματική ποίηση συνδεόταν με τον θεό Διόνυσο, του οποίου η λατρεία ήταν εξαπλωμένη σε όλη τη Μεσόγειο. Ήταν ο θεός της βλάστησης, της ευφορίας και των εποχών. Οι ακόλουθοί του αποτελούνταν από ένα θίασο χαρούμενο, πολυθόρυβο, σκανδαλιάρικο και αρκετές φορές σκληρό. Σημαντικά στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας ήταν ο ‘μυστηριακός της χαρακτήρας’ (ζητούσε από τον άνθρωπο να παραδοθεί στα μυστικά πάθη του) και το ‘μιμητικό στοιχείο’ (αυτοσχεδίαζαν χορούς και τραγούδια). Η πρώτη πηγή για τον Διόνυσο έρχεται από τον Όμηρο (8ο αι. π.Χ.). Ο Ηρόδοτος αργότερα αναφέρει ότι ο νέος θεός έρχεται από την Φρυγία και ο Ευριπίδης στο έργο του «Βάκχες» από τα βουνά της Φρυγίας. Τα λατρευτικά τραγούδια και οι χοροί που γράφονταν προς τιμήν του ήταν στην δωρική διάλεκτο και ονομάζονταν ‘διθύραμβοι’. Ο διθύραμβος ήταν χορικό άσμα όπου ο πιστοί του Διονύσου το τραγουδούσαν και το χόρευαν με συνοδεία αυλού. Μιλούσε για το θεό, τη γέννησή του, τους άθλους του, το κρασί και την ανέμελη ζωή. Ο μεγάλος ποιητής Αρίωνας, τον 7ο αι. π.Χ. συνέθεσε έξοχους διθυράμβους και φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που έδωσε ως συνοδεία του θεού τους Σατύρους και τους Σειληνούς[i].


Ο Διόνυσος παίζει λύρα και περιβάλλεται από δύο Σειληνούς, που κρατούν κρόταλα και βλαστούς αμπέλου. Ερυθρόμορφη κύλικα του 480 π.Χ.

Τον 6ο αι. π.Χ., ένας ποιητής στο δήμο Ικαρίας Αττικής, ο Θέσπις[i], φορώντας ένα προσωπείο (μάσκα) μπήκε στην μέση του χορού και άρχισε όχι πια να τραγουδά αλλά να απαγγέλει στίχους που είχε ετοιμάσει από πριν. Ένας από τους εξάρχοντες του χορού αποκρίθηκε. Αυτές οι ερωταπαντήσεις επαναλήφθηκαν έτσι ώστε δημιουργήθηκε ένας διάλογος ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα. Ο πρώτος ‘υποκριτής΄ (αυτός που αποκρίνεται- δίνει τις απαντήσεις), γεννήθηκε. Ο μύθος για το θεό δεν ήταν πλέον αφήγηση αλλά δράση, μίμηση, αναπαράσταση της πράξεως. Η νέα μορφή κατέκτησε αμέσως τα πλήθη και διαδόθηκε σε όλη την Αττική. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δράματος ήταν η ‘μίμηση της πράξης’, η ‘διαλογική μορφή’ και η σύνθεση των δυο παλαιότερων ειδών, του ‘έπους’ και της ‘λυρικής ποίησης’[ii] σε ένα νέο είδος. Ο Θέσπις εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία που έκανε, δημιούργησε μία μόνιμη ομάδα και ξεκίνησε να περιοδεύει σε όλους τους νομούς της Αττικής. Για την μεταφορά τους χρησιμοποίησε ένα άρμα, το λεγόμενο ‘άρμα του Θέσπιδος[iii].

Οι πρώτοι επίσημοι δραματικοί αγώνες θεσπίστηκαν από τον Πεισίστρατο (600-527 π.Χ.). Η τραγωδία συνδέθηκε με την πολιτική ανάπτυξη αφού ο λαός συναθροισμένος γύρω από το θέατρο γινόταν ο ίδιος κύριος του πεπρωμένου του και της λαϊκής κυριαρχίας. Τα είδη της ‘δραματικής ποίησης’ ήταν τρία. Η ‘τραγωδία’, το ‘σατυρικό δράμα’ και η ‘κωμωδία’. Τα δύο πρώτα κατάγονται απευθείας από τον διθύραμβο και τον Θέσπι, ενώ το τρίτο από τις αυτοσχέδιες φάρσες. Σύντομα οι ποιητές αναζήτησαν θέματα έξω από την παράδοση με τον θεό Διόνυσο και στράφηκαν στην πρόσφατη ιστορία της Αθήνας, ενώ η μορφή του δράματος έχασε τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της και έγινε πιο αυστηρή, μετρημένη και κλειστή. Στη σύνθεση του δράματος ρόλο έπαιζε η ‘πλοκή’ (με τι τρόπο έπλεκε ο ποιητής τη πλοκή), τη ‘δέση’ (πώς έδενε τα γεγονότα) και τη ‘λύση’ (πώς τα έφερνε στο τέλος). Άλλα σημαντικά στοιχεία ήταν η ‘περιπέτεια’, (ο ήρωας πέφτει από την μία κατάσταση στην άλλη) οι ‘αναγνωρίσεις’ (όπως στο μύθο της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή όπου τα δύο αδέλφια, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης, αναγνωρίζονται προς το τέλος του έργου) και η ‘τραγική ειρωνεία’ (ο θεατής γνωρίζει την αληθινή θέση των πραγμάτων ενώ τα πρόσωπα της τραγωδίας τα αγνοούν).

Τρεις ήταν οι γιορτές του Διονύσου όπου γινόντουσαν οι δραματικοί αγώνες. Τα «Εν Άστει Διονύσια», τα «μικρά ή Κατ΄ Αγρούς Διονύσια» και τα «Λήναια» (=πατητήρια). Ο κάθε ποιητής έπρεπε να παρουσιάσει τέσσερα έργα, μία τριλογία από τραγωδίες (π.χ. «Ορέστεια» του Αισχύλου) και ένα σατυρικό δράμα. Το σατυρικό δράμα ήταν το μοναδικό έργο που κρατούσε ακόμη επαφή με τα διονυσιακά δρώμενα και αποτελούνταν από χορό σατύρων ενώ είχε εύθυμο χαρακτήρα. Η παράσταση οργανωνόταν κάτω από τις φροντίδες του κράτους. Ο άρχοντας της πόλης διάλεγε τους ποιητές και τους πλούσιους πολίτες (χορηγούς) που επιφορτίζονταν τα έξοδα. Δύο μέρες πριν την παράσταση, οι ποιητές σε κλειστό χώρο, το ‘Ωδείο’, παρουσίαζαν τους συντελεστές και έδιναν εξηγήσεις για το έργο τους. Αυτός ήταν ο ‘προάγωνας’. Οι παραστάσεις άρχιζαν πριν από την ανατολή του ηλίου και τελείωναν το βράδυ. Στην αρχή οι θεατές έμπαιναν ελεύθερα στο θέατρο, αλλά αργότερα την οργάνωση την ανέλαβε ένας θεατρώνης που εισέπραττε το ‘σύμβολο’ (=εισιτήριο). Στα χρόνια του Περικλή η πολιτεία ανέλαβε να πληρώνει το εισιτήριο των άπορων θεατών. Το σύμβολο ήταν από ορείχαλκο ή μολύβι και τα περισσότερα είχαν γράμματα με τα οποία καθοριζόταν η σειρά που μπορούσε να καθίσει ο θεατής. Οι υποκριτές ήταν μόνο άντρες, οι οποίοι έπαιζαν και τους γυναικείους ρόλους, αφού οι γυναίκες απαγορεύονταν στο θέατρο. Το βραβείο ήταν στεφάνι από κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου, ενώ η απόφαση χαραζόταν σε πλάκα που περιείχε τα ονόματα του ποιητή, των πρωταγωνιστών, του χορηγού και τους τίτλους των έργων.


Κομμάτι αγγείου. Πιθανόν παριστάνει στιγμιότυπο από παράσταση άγνωστης τραγωδίας. Απεικονίζεται τμήμα του σκηνικού οικοδομήματος με δύο υποκριτές να παίζουν μπροστά από μία στοά με κίονες. Μία ακόμα μορφή φαίνεται πίσω από μία μισάνοιχτη δίφυλλη πόρτα. Περ. 350 π.Χ., Μουσείο Martin von Wagner, Γερμανία

   Σε ένα αρχαίο θέατρο διακρίνουμε τρία μέρη. Το ‘κοίλον’, την ‘ορχήστρα’ και τη ‘σκηνή’. ‘Κοίλον’ ήταν ο χώρος των θεατών. Αν και η ακουστική ως επιστήμη δεν υπήρχε τότε, είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι ο κύκλος αποτελεί καλύτερο σχήμα για να ακούει (και να βλέπει κανείς) και αυτό γιατί υπάρχει ομοιόμορφη κατανομή της ηχητικής ενέργειας της φωνής. Δυο οριζόντιες ζώνες, τα διαζώματα, το χώριζαν σε τρία τμήματα, ενώ κάθετες σκάλες, οι κλίμακες, διευκόλυναν την κίνηση. Οι θεατές κάθονταν στα εδώλια, ενώ στις πρώτες σειρές υπήρχαν μαρμάρινοι θρόνοι για τα επίσημα πρόσωπα. Την πιο τιμητική θέση στο θέατρο της Αθήνας την είχε ο ιερέας του Διονύσου.  Η ‘ορχήστρα’ ήταν κυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλον και τη σκηνή. Είχε δύο εισόδους, τις παρόδους, εκεί όπου τελείωναν οι ακριανές κερκίδες. Στο κέντρο της ορχήστρας ή ίσως κοντά σε μία από τις δύο εισόδους υπήρχε ο βωμός του Διονύσου, η ‘θυμέλη’. Πίσω από τη θυμέλη υπήρχε το κάθισμα του αυλητή. Από τις παρόδους εισέρχονταν ο χορός και τα πρόσωπα που δεν έβγαιναν από το παλάτι ή το ναό. (π.χ. αγγελιοφόροι). Η ‘σκηνή’ ήταν ένα υπερυψωμένο ξύλινο και αργότερα πέτρινο, πατάρι. Εκεί εξελισσόταν η δράση. Στο βάθος της σκηνής υπήρχε ένα ξύλινο οικοδόμημα, ο οίκος (ή αλλιώς το μέγαρο), με τρεις πόρτες. Από την κεντρική πόρτα έβγαιναν τα πρόσωπα του έργου. Όλη η δράση των υποκριτών συνέβαινε πάνω στο πατάρι, ενώ του χορού στην ορχήστρα.

Όσο περισσότερο εξελισσόταν η θεματολογία των Αρχαίων τραγωδιών άλλο τόσο και αυξάνονταν οι ανάγκες της σκηνογραφίας. Ο Σοφοκλής κατασκεύασε τελάρα τα οποία τοποθέτησε στις δύο άκρες του μεγάρου. Τα τελάρα πλαισίωναν πανιά ζωγραφισμένα που αναπαριστούσαν δάσος, στρατόπεδο, ακρογιαλιά κ.α. Ο πρώτος σκηνογράφος που αναφέρεται στην αρχαιότητα ήταν ο Αγάθαρχος, ζωγράφος. Ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» χρησιμοποίησε ‘περίακτους’ για τις γρήγορες αλλαγές των σκηνικών. Οι περίακτοι ήταν ένα είδος περιστρεφόμενων τριγωνικών πρισματικών κατασκευών. Στις τρεις πλευρές τους είχαν ζωγραφισμένα τοπία. Ο άξονας τους τοποθετούνταν στη μέση μίας πέτρας με τρύπα όπου περιστρέφονταν. Στην κορυφή του μεγάρου υπήρχε το ‘θεολογείο’ όπου έκαναν την εμφάνιση τους οι θεοί ενώ το ‘αιώρημα’ [V] ήταν ένας ξύλινος γερανός που παρουσίαζε τους θεούς να αιωρούνται. Εμφανίσεις νεκρών και εξαφανίσεις στον Κάτω κόσμο όσον πέθαιναν γίνονταν από τη ‘Χαρώνειο στοά’. Ήταν μία καταπακτή που άρχιζε από το πίσω μέρος της σκηνής και κατέληγε στο κέντρο της ορχήστρας όπως έχει σωθεί στο αρχαίο θέατρο της Ερέτριας. Μικρό όχημα πάνω σε τροχούς κάτι σαν πλατφόρμα, το ‘εκκύκλημα’, χρησιμοποιούταν για να δείξουν σκηνές που διαδραματίζονταν μέσα στον οίκο (π.χ. έφερναν τους νεκρούς πάνω στο εκκύκλημα για να δείξουν το άψυχο σώμα, αφού φόνοι μπροστά στους θεατές γινόντουσαν σπάνια [VI].


Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου με χωρητικότητα σχεδόν 14.000 θεατές. Το μνημείο διατηρεί έως σήμερα τη χαρακτηριστική διάρθρωση ενός ελληνιστικού θεάτρου. Δηλαδή διαθέτει ‘κοίλο’, ‘ορχήστρα’ και ‘σκηνικό οικοδόμημα’. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το θέατρο δεν υπέστη μετατροπές όπως αρκετά ελληνικά θέατρα. Το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου κτίστηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη τοποθετείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και η δεύτερη στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.

Έχουμε συνηθίσει από τις σύγχρονες παραστάσεις τραγωδιών να θεωρούμε ότι οι υποκριτές έπαιζαν ντυμένοι με την αρχαία ενδυμασία των Ελλήνων. Από ντοκουμέντα που έχουν σωθεί γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούσαν ειδικά κοστούμια ανάλογα με τον ρόλο για να υποδείξουν το επάγγελμα και την κοινωνική θέση του χαρακτήρα, την εθνικότητα, και την ιδιότητα, ενώ το προσωπείο (η μάσκα) ήταν χρήσιμη στην εναλλαγή των ηρώων. Οι πρώτες μάσκες ήταν φτιαγμένες από αλευρόκολλα και λωρίδες υφάσματος. Αργότερα, έγιναν υπερμεγέθεις ώστε ακόμα και ο θεατής που καθόταν στην τελευταία σειρά να παρακολουθεί την εξέλιξη και να αντιλαμβάνεται τον κάθε ρόλο. Οι μάσκες χρησιμοποιούνταν και ως ηχείο ενώ η χρήση τους βοηθούσε τους υποκριτές να αναπτύξουν άλλες αισθήσεις όπως η ακοή και η αίσθηση της παρουσίας του άλλου αφού το μεγάλο μέγεθος και το μικρό άνοιγμα στα μάτια, δεν τους επέτρεπε να έχουν άμεση οπτική επαφή μεταξύ τους. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε τόσο πολύ η χειροτεχνία κατασκευής προσωπείου όπου υπήρχε διαφορετική μάσκα για τα φύλα, τις εταίρες, τους δούλους, τα τραγικά και τα κωμικά πρόσωπα ακόμη και για τα ζώα. Επρόκειτο δηλαδή για προσωπεία χαρακτήρων και όχι ατόμων. Το οπτικό μέγεθος των υποκριτών διογκωνόταν περισσότερο με τα υψηλά χτενίσματα (ο Αισχύλος ήταν ο πρώτος που τα εισήγαγε) και τους ‘κοθόρνους’, υποδήματα με ψηλή σόλα για όλο το πέλμα.


Άγαλμα Σειληνού. Αρχαίο θέατρο Διονύσου, Αθήνα. 1ος ή 2ος αι. μ. Χ.

Ο λόγος ήταν αυτός που έδωσε τη δυνατότητα άρθρωσης της δράσης και έτσι έγινε κυρίαρχο στοιχείο στο θέατρο. Μέσα από αυτό αναδείχθηκε η μουσική, η κίνηση, η υποκριτική, το τραγούδι, η ενδυματολογία, η σκηνογραφία και η αρχιτεκτονική. Γι αυτό λέμε ότι το θέατρο είναι η τέχνη που συγκεντρώνει όλες τις άλλες.

«Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή. Μετάφραση: Γιάννης Λιγνάδης

O «Οιδίπους Τύραννος» αποτελεί την κορυφαία στιγμή της δραματικής τέχνης του Σοφοκλή και η αρτιότερη σωζόμενη τραγωδία. Ο Αριστοτέλης τη θεωρούσε ως πρότυπο τραγωδίας όπως γράφει στην πραγματεία του «περί ποιητικής». Υπόθεση: Η πόλη της Θήβας πλήττεται από λοιμό και ο βασιλιάς Οιδίποδας ζητά να εξακριβώσει τον λόγο. Ο χρησμός του Απόλλωνα παραγγέλνει ότι για να καθαρίσει η πόλη πρέπει πρώτα να τιμωρηθεί ο φόνος του Λαΐου. Ο βασιλιάς αποφασίζει να εξιχνιάσει το αίνιγμα και ξετυλίγει ένα κουβάρι φρικτών αποκαλύψεων. Ανακαλύπτει πως ο Λάιος είναι ο πατέρας του και πως ο ίδιος, μη γνωρίζοντας το, τον είχε σκοτώσει. Ενώ μετά το φόνο είχε παντρευτεί την γυναίκα του Λαΐου και μητέρα του, κάνοντας παιδιά μαζί της. Για να τιμωρηθεί για τις άνομες πράξεις του, τυφλώνεται μόνος του και αυτό εξορίζεται από τη χώρα.

Θεράπων: Τι αμαρτία έκανα, άριστε δέσποτα;

Οιδίπους: Δεν απαντάς για το παιδί που σε ρωτάει.

Θεράπων: Ναι, γιατί δεν ξέρει τι λέει και τι πάει να κάνει.

Οιδίπους: Αφού δεν μιλάς με το καλό, κλαίγοντας θα μιλήσεις.

Θεράπων: Προς θεού, μη κακοποιήσεις τον γέρο εμένα.

Οιδίπους: Να του δέσει κάποιος αμέσως τα χέρια πισθάγκωνα.

Θεράπων: Καημένε άνθρωπε, για ποιο λόγο; Τι θες να μάθεις;

Οιδίπους: Το παιδί, που λέει, του το έδωσες ή όχι;

Θεράπων: Του το ’δωσα που να χανόμουν την μέρα εκείνη.

Οιδίπους: Τώρα αυτό θα πάθεις, αν δεν μιλήσεις ως οφείλεις.

Θεράπων: Πόσο μάλλον αν μιλήσω, τότε είναι που χάθηκα.

Οιδίπους: Ο άνθρωπος, φαίνεται, πάει να μας βγάλει την ψυχή.

Θεράπων: Εγώ; καθόλου. Δεν είπα ότι το έδωσα;

Οιδίπους: Και από πού το πήρες; Δικό σου ήταν το παιδί ή κάποιου άλλου;

Θεράπων: Όχι δικό μου, άλλος μου το έδωσε.

Οιδίπους: Ποιος Θηβαίος; Από ποιόν οίκο;

Θεράπων: Προς θεού, δέσποτα, μη ρωτάς άλλο.

Οιδίπους: Πέθανες, αν μ ‘αναγκάσεις δεύτερη φορά να σε ρωτήσω.

Θεράπων: Ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε στον οίκο του Λαΐου.

Οιδίπους: Από κάποιον δούλο ή συγγενή του;

Θεράπων: Έφτασε η στιγμή να πω το φοβερό.

Οιδίπους: Κι εγώ να το ακούσω. Όμως πρέπει να το ακούσω.

Θεράπων: Λέγαν πως ήταν δικό του παιδί του Λαΐου. Ξέρει καλύτερα αυτή που είναι μέσα να σου πει, η γυναίκα σου.

Οιδίπους: Αυτή, σου το παρέδωσε;

Θεράπων: Μάλιστα κύριέ μου.

Οιδίπους: Να το κάνεις τι;

Θεράπων: Να το σκοτώσω.

Οιδίπους: Αν και το γέννησε, η άθλια;

Θεράπων: Φοβήθηκε απαίσια θέσφατα.

Οιδίπους: Τι έλεγαν τα θέσφατα;

Θεράπων: Πως θα σκοτώσει τους γεννήτορές του. Αυτό έλεγαν.

Οιδίπους: Και εσύ γιατί το έδωσες σ’ αυτόν εδώ;

Θεράπων: Το λυπήθηκα, κύριε. Νόμιζα πως θα το πάει αλλού, στην χώρα του. Αυτός όμως το έσωσε για την πιο μεγάλη καταστροφή γιατί αν είσαι εσύ αυτός που λέει, να ξέρεις πως γεννήθηκες καταραμένος.

Οιδίπους: Όλα σαφή -στο φώς η πάσα αλήθεια-.Γεννημένος απ΄ αυτούς που δεν έπρεπε ομόκλινος αυτών που δεν έπρεπε, φονέας αυτών που δεν έπρεπε. Ώ φώς, για τελευταία φορά σε βλέπω αποκαλύφθηκα.


Gustav Klimt “Thespis’ wagon”. Τοιχογραφία οροφής από την είσοδο του θεάτρου Burgtheater στη Βιέννη. 1886

[I] Οι Σειληνοί ήταν δαίμονες των ρεόντων υδάτων και της ευφορίας της γης, σύντροφοι του Διόνυσου. Αν και συχνά συγχέονται με τους Σάτυρους, ήταν διαφορετικά πλάσματα. Έμοιαζαν αρκετά με Κένταυρους, έχοντας αυτιά, ουρά και οπλές αλόγου και κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία.
Αρχηγός τους ήταν ο Σειληνός, που είχε διαπαιδαγωγήσει το θεό Διόνυσο και που χρησίμευε σαν μάντης στους ανθρώπους, μόνο όμως αφού αυτοί τον μεθούσαν. Οι Σειληνοί συνήθως διασκέδαζαν το Διόνυσο παίζοντας μουσική και χορεύοντας με τις Μαινάδες, ενώ κατά το μύθο είχαν πολεμήσει μαζί με το Διόνυσο εναντίον των Γιγάντων.
Οι Σάτυροι ήταν πνεύματα των βουνών και των δασών. Στην Ποίηση και στη Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου. Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού, ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών, που αποτελούσαν όλα μαζί την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης.

[II] Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ό,τι ήταν γύρω στο 560 ενώ άλλοι γύρω στα  536-533 π.Χ.

[III] Η ‘λυρική ποίηση’ είναι λογοτεχνικό είδος, το οποίο αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Η λυρική ποίηση ασχολείται με ποικίλα θέματα, όπως η καθημερινότητα, τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι πολεμικές αφηγήσεις. Ο έρωτας, επίσης, αποτελεί κύριο θέμα της λυρικής ποίησης η οποία, ανέκαθεν και σε όλους τους λαούς, συνόδευε τις θρησκευτικές τελετές και τις οικιακές ή αγροτικές εργασίες. Πρώτοι λυρικοί ποιητές ήταν η Σαπφώ, ο Αλκαίος από τη Λέσβο και ο Πίνδαρος από την Βοιωτία.
Το ‘έπος’ (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα έπω, μιλάω) είναι λογοτεχνικό αφηγηματικό είδος του έμμετρου λόγου, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο μεγάλος αριθμός στίχων με θεματολογία μυθολογική ή ιστορική, ηρωική ή διδακτική. Η δε δομή, πλοκή και τεχνική του διανθίζεται συνήθως από πλούσια καλολογικά στοιχεία που το κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλές και κλασικό στο χρόνο. Ιδιαίτερο επίσης χαρακτηριστικό του έπους είναι ότι απαγγέλλεται και δεν τραγουδιέται, σε αντίθεση με τη λυρική ποίηση.

[IV] Η πληροφορία δεν τεκμηριώνεται από πρωιμότερες πηγές. Αναφέρεται για πρώτη φορά στον ποιητή Οράτιο και ίσως οφείλεται σε εικασία των αλεξανδρινών φιλολόγων.

[V] Το αιώρημα το γνωρίζουμε αλλιώς ως «μηχανή». Από εκεί προέρχεται άλλωστε η φράση «από μηχανής θεός» ή “deus ex machina”.

[VI] Η εγκυρότητα των στοιχείων που αφορούν στις σκηνικές πρακτικές του 5ου αι. π.Χ. έχει αμφισβητηθεί αρκετά από τους μελετητές. Η αιτία είναι ό,τι έχουμε μόνο μεταγενέστερα κείμενα που μιλούν γι’ αυτές. Είναι ένα πεδίο ακόμα προς εξερεύνηση.

Πηγές:

  • Βακαλό Γιώργος «Σύντομη ιστορία σκηνογραφίας». Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005
  • Εξάρχου Καλλιόπη «Παγκόσμια ιστορία θεάτρου». Θεσσαλονίκη 2003
  • Τζεκάκης Εμμανουήλ «Η εξαίρετη ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου»
  • Εκδοτική της επιθεώρησης της Αμερικανικής εταιρείας ακουστικής.  
  • https://www.whitman.edu/theatre/theatretour/home.htm

Κείμενο : Καλιάννα Γιγουρτσή
Copyright © 2021 by THEGALLERY.GR

This Post Has 6 Comments

  1. Φανούρης Εξηνταβελόνης

    Τεράστιο, ιδιαίτερα χορταστικό και εμπεριστατωμενο άρθρο! Για ακόμη μία φορά, μπράβο Καλιαννα!

  2. Kalliopi Anna Gigourtsi

    Σε ευχαριστώ πολυ Φανούρη για τα καλά σου λόγια!

  3. Yiannis Tziallas

    Κάθε φορά που διαβάζω τα κείμενα σου σκέφτομαι ποσο τυχεροί θα ήταν οι αναγνώστες της σελίδας που δεν μιλούν ελληνικά αν υπήρχε και μια αγγλική εκδοχη. Σκέψου το. Συγχαρητήρια για το άρθρο σου!

    1. Alexandros S.

      αυτό το συζητούσαμε χθες με την Καλιάννα Γιάννη! Δύσκολο εγχείρημα, αλλά όχι ακατόρθωτο!

    2. Kalliopi Anna Gigourtsi

      Σε ευχαριστώ Γιάννη. Πρέπει να συμβεί, συμφωνώ και είμαι σίγουρη ό,τι αρκετός κόσμος θα ενδιαφερθεί να τα διαβάσει στα αγγλικά.

  4. Σούλα Αποστολάκη

    Εξαιρετική προσέγγιση !!!

Αφήστε μια απάντηση